- κραδαίνω
- (AM κραδαίνω)1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ' ἔγχος», Ευρ.β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.)2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων 'Ἰνδοὺς ἐφόβησε καὶ πᾱσαν ἐκράδανε τὴν Ἀσίαν», Πλούτ.)αρχ.παθ. κραδαίνομαια) ταράσσομαιβ) τρέμω, φοβάμαι («ὅλης δὲ κραιδαινομένης ἐπὶ τῆ προσδοκίᾳ τῶν δεινῶν τῆς πόλεως», Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κραδῶ*, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. μαρ-αίνω, σημ-αίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.